Fragment from Heidegger's Building Dwelling Thinking

Re-questioning Heidegger or Heidegger in the warehouse


§1. Κατά ποίαν ἔννοια τό κτίζειν ἐνέχεται στό κατοικεῖν;

§2. ῾Η ἀπάντηση στό συγκεκριμένο ἐρώτημα μᾶς διευκρινίζει τί εἶναι ὄντως τό κτίζειν ὅταν τό νοοῦμε μέ βάση τήν οὐσία τοῦ κατοικεῖν. Περιοριζόμαστε στό κτίζειν μέ τήν ἔννοια τῆς ἀνέγερσης πραγμάτων καί ἐρωτᾶμε: Tί εἶναι ἕνα κτισμένο πράγμα; ῾Ως παράδειγμα μπορεῖ νά χρησιμεύσει στό στοχασμό μας κάποια γέφυρα.

§3. ῾Η γέφυρα αἰωρεῖται ἐπάνω ἀπό τόν ποταμό ῾῾ἀνάλαφρα καί δυνατά᾿᾿. Δέν συνδέει ἁπλῶς ὄχθες πού ἤδη προϋπάρχουν. Οἱ ὄχθες προβάλλουν τό πρῶτον ὡς ὄχθες κατά τή διάβαση τῆς γέφυρας. ῾Η γέφυρα ἀφήνει τίς ὄχθες κατ᾿ ἰδίαν νά κεῖνται ἡ μία ἔναντι τῆς ἄλλης, ἐνῶ ταυτοχρόνως ἐπιτρέπει στή μία νά ὑπερέχει ἔναντι τῆς ἄλλης. [Die Brücke lässt sie eigens gegeneinander über liegen.] ῾Η μία πλευρά διακρίνεται ἀπό τήν ἄλλη μέσῳ τῆς γέφυρας. ᾿Επιπλέον οἱ ὄχθες δέν ἐκτείνονται κατά μῆκος τοῦ ποταμοῦ ὡς ἀδιάφορες μεθοριακές λωρίδες χερσαίου ἐδάφους. Μέ τίς ὄχθες ἡ γέφυρα φέρει ἑκάστοτε πλησίον τοῦ ποταμοῦ τίς ἐκτάσεις τοῦ τοπίου πού βρίσκεται πίσω ἀπό τίς ὄχθες. Φέρει ποταμό, ὄχθη καί ἔδαφος σέ σχέσεις ἀμοιβαίας γειτνιάσεως. ῾Η γέφυρα περισυλλέγει τή γῆ ὡς τοπίο γύρω ἀπό τόν ποταμό. ῎Ετσι ὁδηγεῖ καί συνοδεύει τόν ποταμό κατά τή διέλευσή του μέσα ἀπό τά λειβάδια. Οἱ ὀρθοστάτες τῆς γέφυρας, στηριζόμενοι στήν κοίτη τοῦ ποταμοῦ, ὑπομένουν τήν αἰώρηση τῶν τόξων τά ὁποῖα ἀφήνουν τά ὕδατα τοῦ ποταμοῦ νά ἀκολουθοῦν τή δική τους πορεία. Εἴτε τά ὕδατα διατηροῦν τήν πορεία τους γαλήνια καί ζωηρά εἴτε πέφτουν κατά κύματα μέ ὁρμή ἐπάνω στούς ὀρθοστάτες ὅταν ἀνοίγουν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἤ, ὅταν λιώνουν τά χιόνια, ἡ γέφυρα εἶναι ἕτοιμη γιά τούς καιρούς τοῦ οὐρανοῦ καί γιά τήν εὐμετάβλητη οὐσία τους. ᾿Ακόμη καί ἐκεῖ ὅπου ἡ γέφυρα σκεπάζει τόν ποταμό κρατᾶ τή ροή του ἀνοικτή στόν οὐρανό ἔτσι ὥστε νά τήν [ἐνν. τή ροή τοῦ ποταμοῦ] ὑποδέχεται [ἐνν. ἡ γέφυρα] γιά μιά στιγμή στήν τοξωτή πύλη καί τήν ἀμέσως ἑπόμενη στιγμή νά τήν ἐλευθερώνει ἀπό μέσα της.

§4. ῾Η γέφυρα ἀφήνει τόν ποταμό νά ἀκολουθεῖ τήν πορεία του καί συγχρόνως χορηγεῖ στούς θνητούς τήν ὁδό ὥστε νά πορεύονται καί νά ταξιδεύουν ἀπό τόπο σέ τόπο. Οἱ γέφυρες ὁδηγοῦν καί συνοδεύουν μέ ποικίλους τρόπους. ῾Η γέφυρα τῆς πόλης ὁδηγεῖ ἀπό τήν περιοχή τῶν ἀνακτόρων στήν πλατεία τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, ἡ γέφυρα τοῦ ποταμοῦ πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν κωμόπολη ἄγει ἅμαξες καί ὑποζύγια στά γύρω χωριά. ῾Η ἀφανής διάβαση τῆς παλαιᾶς πέτρινης γέφυρας ἐπάνω ἀπό τόν ποταμό παρέχει στήν ἅμαξα, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μέ τόν καρπό τῆς συγκομιδῆς, τό δρόμο της ἀπό τό λειβάδι στό χωριό, μεταφέρει τό φορτίο μέ τά ξύλα ἀπό τό μονοπάτι τοῦ ἀγροῦ στή δημοσιά. ῾Η γέφυρα τοῦ αὐτοκινητόδρομου εἶναι ἐνταγμένη στό ὁδικό δίκτυο πού ὑπηρετεῖ βάσει ὑπολογισμῶν καί μέ τόν ταχύτερο δυνατό τρόπο τήν κυκλοφορία σέ μακρινές ἀποστάσεις. Κάθε φορά καί πάντοτε μέ διαφορετικό τρόπο ἡ γέφυρα ὁδηγεῖ καί συνοδεύει πρός τά ἐδῶ καί πρός τά ἐκεῖ τά διστακτικά καί ἀνυπόμονα βήματα τῶν ἀνθρώπων ὥστε αὐτοί νά μεταβαίνουν σέ ἄλλες ὄχθες καί νά φτάνουν ἐν τέλει ὡς οἱ θνητοί στήν ἄλλη πλευρά. ῎Αλλοτε μέ ψηλά καί ἄλλοτε μέ χαμηλωμένα τόξα ἡ γέφυρα αἰωρεῖται ἐπάνω ἀπό τό χείμαρρο καί τό φαράγγι, εἴτε οἱ θνητοί συγκεντρώνουν τήν προσοχή τους στό αἰωρούμενο στοιχεῖο τῆς διέλευσης μέσῳ τῆς γέφυρας εἴτε λησμονοῦν ὅτι, ἤδη πάντοτε καθ᾿ ὁδόν πρός τήν ἔσχατη γέφυρα, ἐπιχειροῦν κατά βάσιν νά ὑπερβοῦν ὅ,τι εἶναι σύνηθες καί καταστροφικό σέ αὐτούς ὥστε νά ἀχθοῦν ἐνώπιον τοῦ σώζοντος στοιχείου τοῦ θείου. ῾Η γέφυρα ὡς ἡ αἰωρούμενη διέλευση συλλέγει ἐνώπιον τῶν θεοτήτων, εἴτε στοχαζόμαστε τήν παρουσία τους κατ᾿ ἰδίαν καί ἐκφράζουμε τήν εὐχαριστία μας γιά αὐτή τους τήν παρουσία μέ ἐμφανή τρόπο, ὅπως μέ τή μορφή τοῦ τοῦ ἁγίου τῆς γέφυρας, εἴτε ἐξακολουθοῦμε νά τήν παραποιοῦμε ἤ ἀκόμη καί νά τήν παραμερίζουμε.

§5. ῾Η γέφυρα περισυλλέγει γύρω ἀπό τόν ἑαυτό της μέ τό δικό της τρόπο γῆ καί οὐρανό, τίς θεότητες καί τούς θνητούς.

§6. Περισυλλογή σημαίνει σύμφωνα μέ μιά παλαιά λέξη τῆς γερμανικῆς γλώσσας «thing». ῾Η γέφυρα εἶναι- καί μάλιστα ὡς ἡ χαρακτηρισμένη μέ τόν παραπάνω τρόπο περισυλλογή τοῦ τετραμεροῦς- πράγμα [Ding]. Βεβαίως πολλοί πιστεύουν ὅτι ἡ γέφυρα εἶναι κατ᾿ ἀρχάς καί κατ᾿ οὐσίαν [eigentlich] ἁπλῶς γέφυρα. ᾿Εκ τῶν ὑστέρων καί κατά περίσταση μπορεῖ ἐπίσης νά ἐκφράσει ποικίλα ἄλλα πράγματα· ὡς τέτοιου τύπου ἔκφραση μετατρέπεται κατόπιν σέ σύμβολο, ἐπί παραδείγματι σέ σύμβολο ὅσων ἀναφέραμε προηγουμένως. ῾Ωστόσο ἡ γέφυρα, ἐάν εἶναι γνήσια γέφυρα, δέν εἶναι ποτέ ἀρχικά ἁπλή γέφυρα καί κατόπιν σύμβολο. Οὔτε εἶναι ἐκ τῶν προτέρων μόνο σύμβολο ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἐκφράζει κάτι τό ὁποῖο, αὐστηρά ἐννοούμενο, δέν ἀνήκει σέ αὐτήν. ῾Η γέφυρα εἶναι πράγμα καί μόνον τοῦτο. Μόνον; ῾Ως αὐτό τό πράγμα περισυλλέγει τό τετραμερές.

§7. Βεβαίως ἡ σκέψη μας ἔχει ἀπό καιρό συνηθίσει νά προσεγγίζει κατά τρόπον ἀρκετά ἀνεπαρκή τήν οὐσία τοῦ πράγματος. Τοῦτο, στήν πορεία τῆς δυτικῆς σκέψης, εἶχε ὡς συνέπεια νά παριστάνουμε τό πράγμα ὡς ἄγνωστο χ, στό ὁποῖο ἔχουμε προσαρτήσει ἰδιότητες κατ᾿ αἴσθησιν ἀντιληπτές. ῾Υπό αὐτό τό πρίσμα ὅλα ὅσα ἀνήκουν ἤδη στήν περισυλλέγουσα οὐσία αὐτοῦ τοῦ πράγματος φαίνονται νά συνιστοῦν μεταγενέστερη προσθήκη τῆς ἑρμηνευτικῆς μας παρέμβασης [Deutung]. ᾿Εν τούτοις ἡ γέφυρα δέν θά ἦταν ποτέ ἁπλῶς γέφυρα ἐάν δέν ἦταν πράγμα.

§8. Βεβαίως ἡ γέφυρα εἶναι πράγμα ἰδιάζουσας [eigener] ὑφῆς· διότι περισυλλέγει τό τετραμερές μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά τοῦ διαθέτει [verstattet] κάποια θέση [Stätte]. ᾿Αλλά μόνον ὅ,τι εἶναι αὐτό καθ᾿ ἑαυτό τόπος [Ort] μπορεῖ νά παραχωρήσει [einräumen] θέση. ῾Ο τόπος δέν ὑπάρχει ἤδη πρίν ἀπό τή γέφυρα. Βεβαίως προτοῦ στηθεῖ ἡ γέφυρα ὑπάρχουν πολλά μέρη [Stellen] κατά μῆκος τοῦ ποταμοῦ πού μποροῦν νά καταληφθοῦν ἀπό κάτι. ῞Ενα ἀπό αὐτά προβάλλει ὡς τόπος καί μάλιστα διά τῆς γέφυρας. ῎Ετσι λοιπόν αὐτό πού συμβαίνει πρωταρχικά δέν εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ γέφυρα στήνεται σέ ἕνα τόπο, ἀλλά τό γεγονός ὅτι ἀπό τήν ἴδια τή γέφυρα γεννιέται κατ᾿ ἀρχάς ἕνας τόπος. ῾Η γέφυρα εἶναι πράγμα, περισυλλέγει τό τετραμερές, περισυλλέγει ὡστόσο μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά διαθέτει στό τετραμερές θέση. ᾿Από τή θέση αὐτή προσδιορίζονται τοποθεσίες [Plätze] καί ὁδοί διά τῶν ὁποίων παραχωρεῖται χῶρος.

§9. Τά πράγματα τά ὁποῖα εἶναι κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τόποι διαθέτουν πρωταρχικά τούς ἑκάστοτε χώρους. Αὐτό πού κατονομάζει ἡ γερμανική λέξη «Raum», τό ὑποδηλώνει ἡ παλαιά της σημασία. Raum, Rum σημαίνει τοποθεσία ἡ ὁποία διανοίχθηκε γιά ἐγκατάσταση καί κατάλυση. ῞Ενας χῶρος εἶναι κάτι παραχωρημένο, ἀποδεσμευμένο, δηλαδή ἐνταγμένο σέ ἕνα ὅριο, στά ἀρχαῖα ἑλληνικά πέρας*. Τό ὅριο δέν εἶναι αὐτό στό ὁποῖο κάτι σταματᾶ, ἀλλά, ὅπως τό εἶχαν ἤδη ἀναγνωρίσει οἱ ῞Ελληνες, τό ὅριο εἶναι ἐκεῖνο ἀπ᾿ ὅπου κάτι ἀρχίζει νά ἐκδιπλώνει τήν οὐσία του. Γι᾿ αὐτό ἡ ἔννοια εἶναι ὁρισμός*, δηλαδή ὅριο. Ὁ χῶρος εἶναι οὐσιωδῶς τό παραχωρημένο, τό ἀφημένο νά εἰσέλθει στό ὅριό του. Τό παραχωρημένο ἐκχωρεῖται κάθε φορά καί ἔτσι συναρμόζεται, δηλαδή περισυλλέγεται μέσῳ ἑνός τόπου, δηλαδή μέσῳ ἑνός πράγματος ὁμοειδοῦς πρός τή γέφυρα. Συνεπῶς οἱ χῶροι προσλαμβάνουν τήν οὐσία τους ἀπό τόπους καί ὄχι ἀπό «τόν» χῶρο.

§10. Πράγματα τά ὁποῖα ὡς τόποι διαθέτουν θέση τά ὀνομάζουμε τώρα προληπτικῶς κτίσματα. ᾿Αποκαλοῦνται ἔτσι ἐπειδή ἔχουν παραχθεῖ ἀπό τό ἀνεγεῖρον κτίζειν. ᾿Αποκτοῦμε ὡστόσο τήν ἐμπειρία τοῦ εἴδους πού πρέπει νά εἶναι αὐτό τό παράγειν, δηλαδή τό κτίζειν, μόνον ἐάν ἔχουμε στοχαστεῖ τήν οὐσία ἐκείνων τῶν πραγμάτων τά ὁποῖα ἀφ᾿ ἑαυτῶν ἀπαιτοῦν γιά τήν κατασκευή τους τό κτίζειν ὡς παράγειν. Αὐτά τά πράγματα εἶναι τόποι οἱ ὁποῖοι διαθέτουν θέση στό τετραμερές, θέση πού μέ τή σειρά της παραχωρεῖ ἑκάστοτε χῶρο. Στήν οὐσία αὐτῶν τῶν πραγμάτων ὡς τόπων ἐμπερικλείεται ὁ δεσμός τόπου καί χώρου, ἐμπερικλείεται ὅμως ἐπίσης ἡ σχέση τοῦ τόπου μέ τόν ἄνθρωπο πού διαμένει σέ αὐτόν. Γι᾿ αὐτό θά προσπαθήσουμε τώρα νά ἀποσαφηνίσουμε τήν οὐσία αὐτῶν τῶν πραγμάτων τά ὁποῖα ὀνομάζουμε κτίσματα στοχαζόμενοι ἐν συντομία τά ἑξῆς:

§11. ᾿Εν πρώτοις: πῶς σχετίζονται μεταξύ τους τόπος καί χῶρος; Καί ἐπί πλέον: ποιά εἶναι ἡ σχέση ἀνθρώπου καί χώρου;

§12. ῾Η γέφυρα εἶναι τόπος. ῾Ως πράγμα αὐτοῦ τοῦ εἴδους διαθέτει χῶρο μέσα στόν ὁποῖο ἀφήνονται νά εἰσέλθουν γῆ καί οὐρανός, οἱ θεότητες καί οἱ θνητοί. ῾Ο διατιθέμενος ἀπό τή γέφυρα χῶρος περιέχει πολλῶν εἰδῶν τοποθεσίες σέ διαφορετική ἐγγύτητα καί ἀπόσταση ὡς πρός τή γέφυρα. Οἱ τοποθεσίες ὅμως αὐτές δέν μποροῦν νά ἀντιμετωπιστοῦν ὡς ἁπλά μέρη τά ὁποῖα χωρίζει ἕνα μετρήσιμο διάστημα· ἕνα διάστημα, στά ἀρχαῖα ἑλληνικά στάδιον*, εἶναι πάντοτε παραχωρημένο, καί μάλιστα ἀπό ἁπλά μέρη. Αὐτό τό ὁποῖο ἐν προκειμένῳ παραχωροῦν τά μέρη εἶναι χῶρος ἰδιαιτέρου εἴδους. ῾Ο συγκεκριμένος χῶρος ὡς διάστημα, ὡς στάδιον, εἶναι αὐτό τό ὁποῖο ἡ ἀντίστοιχη γερμανικά λέξη Stadion μᾶς λέει στά λατινικά: «spatium», ἐνδιάμεσος χῶρος. ῎Ετσι ἡ ἐγγύτητα καί ἡ ἀπόσταση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν πραγμάτων μπορεῖ νά γίνουν ἁπλές διαστάσεις, διαστήματα τοῦ ἐνδιάμεσου χώρου. Σέ ἕναν χῶρο, παραστατό μόνον ὡς spatium , ἡ γέφυρα ἐμφανίζεται τώρα ὡς ἕνα ἁπλό κάτι εὑρισκόμενο σέ ἕνα μέρος τό ὁποῖο μπορεῖ ἀνά πάσα στιγμή νά καταληφθεῖ ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἤ νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό μιάν ἁπλή σήμανση. ᾿Επί πλέον ἀπό τόν χῶρο ὡς ἐνδιάμεσο χῶρο μποροῦν νά ἀναδυθοῦν τά ἁπλά τανύσματα [Auspannung] τοῦ ὕψους, τοῦ εὔρους καί τοῦ βάθους. Αὐτό τό ὁποῖο προκύπτει ἔτσι μέ ἀφαίρεση, λατινικά τό abstractum, παριστοῦμε ὡς τήν ἁπλή καθαρή πολλαπλότητα τῶν τριῶν διαστάσεων. ῞Ο,τι παραχωρεῖ ὡστόσο αὐτή τήν πολλαπλότητα δέν προσδιορίζεται πλέον μέσῳ διαστημάτων. Δέν εἶναι πλέον spatium ἀλλά μόνον extensio - ἔκταση. ῾Ο χῶρος ὡς extensio μπορεῖ ὅμως νά ὑποστεῖ μιά ἐπί πλέον ἀφαίρεση, δηλαδή πρός τήν κατεύθυνση τῶν ἀναλυτικῶν ἀλγεβρικῶν σχέσεων. ῞Ο,τι αὐτές παραχωροῦν εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς καθαρά μαθηματικῆς κατασκευῆς πολλαπλοτήτων μέ ἀπεριόριστο ἀριθμό διαστάσεων. Μποροῦμε νά δώσουμε σέ αὐτό πού παραχωρεῖται μαθηματικῷ τῷ τρόπῳ τό ὄνομα «ὁ χῶρος». ᾿Αλλά «ὁ» χῶρος μέ αὐτήν τήν ἔννοια δέν περιέχει οὔτε χώρους οὔτε τοποθεσίες. Δέν βρίσκουμε ποτέ σέ αὐτόν τόπους, δηλαδή πράγματα τοῦ εἴδους τῆς γέφυρας. ᾿Αντιστρόφως ὅμως βρίσκεται στούς χώρους, οἱ ὁποῖοι παραχωροῦνται ἀπό τόπους, ἀνά πάσα στιγμή ὁ χῶρος ὡς ἐνδιάμεσος χῶρος καί σέ αὐτόν πάλι ὁ χῶρος ὡς καθαρή ἔκταση. Spatium καί extensio παρέχουν ἀνά πάσα στιγμή τή δυνατότητα ὄχι μόνο νά μετρήσουμε τά πράγματα καί ὅ,τι αὐτά παραχωροῦν βάσει διαστημάτων, μηκῶν, κατευθύνσεων, ἀλλά καί νά ὑπολογίσουμε αὐτά τά μέτρα. ῞Οτι τά μέτρα - ἀριθμοί καί οἱ διαστάσεις τους ἐπιδέχονται ἐν γένει ἐφαρμογή σέ κάθε τί ἐκτατό, σέ καμιά περίπτωση δέν σημαίνει πώς συνιστοῦν ἤδη θεμέλιο τῆς οὐσίας τῶν χώρων καί τῶν τόπων οἱ ὁποῖοι εἶναι μετρήσιμοι μέ τή συνδρομή τοῦ μαθηματικοῦ στοιχείου. Κατά πόσον ὡστόσο καί ἡ σύγχρονη φυσική ἐξαναγκάστηκε ἀπό τά ἴδια τά πράγματα νά παραστήσει τό χωρικό μέσο τοῦ κοσμικοῦ χώρου ὡς ἑνιαῖο πεδίο, τό ὁποῖο προσδιορίζεται ἀπό τό σῶμα ὡς δυναμικό κέντρο, δέν εἶναι δυνατόν νά τό σχολιάσουμε ἐδῶ.

§13. Οἱ χῶροι τούς ὁποίους καθημερινά διασχίζουμε παραχωροῦνται ἀπό τόπους, ἡ οὐσία τῶν ὁποίων θεμελιώνεται σέ πράγματα τοῦ εἴδους τῶν κτισμάτων. ᾿Εάν στρέψουμε τήν προσοχή μας στίς σχέσεις αὐτές ἀνάμεσα σέ τόπο καί χώρους, ἀνάμεσα σέ χώρους καί χῶρο, τότε θά ἀποκτήσουμε ἕνα ἔρεισμα γιά νά στοχαστοῦμε τή σχέση ἀνθρώπου καί χώρου.

§14. ῞Οταν ὁμιλοῦμε περί ἀνθρώπου καί χώρου, τοῦτο ἀκούγεται ὡς ἐάν ὁ ἄνθρωπος νά βρισκόταν στή μιά μεριά καί ὁ χῶρος στήν ἄλλη. ᾿Αλλά ὁ χῶρος δέν εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο κάτι τό ὁποῖο βρίσκεται ἀπέναντί του. Δέν εἶναι οὔτε ἐξωτερικό ἀντικείμενο οὔτε ἐσωτερικό βίωμα. Δέν ὑπάρχουν οἱ ἄνθρωποι καί ἐπί πλέον χῶρος· διότι ὅταν λέω «ἄνθρωπος» καί μέ αὐτήν τή λέξη ἐννοῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶναι κατά τρόπο ἀνθρώπινο, δηλαδή ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος κατοικεῖ, τότε μέ τό ὄνομα «ἄνθρωπος» ἤδη κατονομάζω τή διαμονή στό τετραμερές πλησίον τῶν πραγμάτων. ᾿Ακόμη κι ὅταν συσχετιζόμαστε μέ πράγματα τά ὁποῖα δέν βρίσκονται τόσο κοντά μας, ὥστε νά μποροῦμε νά τά ἀδράχνουμε, διαμένουμε πλησίον τῶν πραγμάτων καθ᾿ ἑαυτά. Δέν παριστοῦμε ἁπλῶς -ὅπως συνήθως διδάσκεται- στόν ἐσωτερικό μας κόσμο τά ἀπόμακρα πράγματα ἔτσι, ὥστε νά ἀναπτύσσονται στόν ἐσώτερό μας κόσμο καί στό κεφάλι μας ἁπλῶς παραστάσεις αὐτῶν τῶν ἀπόμακρων πραγμάτων οἱ ὁποῖες λειτουργοῦν ὡς ὑποκατάστατό τους. ᾿Εάν σκεφτοῦμε τώρα -ὅλοι ἐμεῖς- ἀπό ἐδῶ ὅπου εἴμαστε τήν παλαιά γέφυρα τῆς Χαϊδελβέργης, ἡ σκέψη πού κατευθύνεται πρός ἐκεῖνο τόν τόπο δέν εἶναι ἁπλό ἐσωτερικό βίωμα τῶν ἐδῶ παρόντων προσώπων· ἀπεναντίας, στήν οὐσία τῆς σκέψης μας ἡ ὁποία σκέπτεται τή γέφυρα προσιδιάζει μᾶλλον τό γεγονός ὅτι ἡ ἐν λόγῳ σκέψη ὑφίσταται ἐν ἑαυτῇ μέ ὑπομονή τήν ἀπόσταση πρός αὐτόν τόν τόπο. ᾿Από αὐτό ἐδῶ τό σημεῖο εἴμαστε ἐκεῖ στή γέφυρα καί ὄχι στό περιεχόμενο μιᾶς παράστασης μέσα στή συνείδησή μας. Μπορεῖ μάλιστα νά εἴμαστε ἀπό αὐτό ἐδῶ τό σημεῖο πλησιέστερα σέ ἐκείνη τή γέφυρα -καί σέ ὅ,τι αὐτή παραχωρεῖ- ἀπό κάποιον πού τή χρησιμοποιεῖ καθημερινά ὡς ἀδιάφορο μέσο γιά νά περάσει ἐπάνω ἀπό τόν ποταμό. Χῶροι καί μαζί τους «ὁ» χῶρος ἔχουν ἤδη πάντοτε παραχωρηθεῖ στήν διαμονή τῶν θνητῶν. Χῶροι διανοίγονται ἐπειδή ἔχουν ἀφεθεῖ νά εἰσέλθουν στό κατοικεῖν τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ θνητοί εἶναι, τοῦτο πάει νά πεῖ: κατοικώντας ὑφίστανται μέ ὑπομονή χώρους λόγῳ τῆς διαμονῆς τους σέ πράγματα καί σέ τόπους. Καί μόνον ἐπειδή οἱ θνητοί συμφώνως πρός τήν οὐσία τους ὑφίστανται μέ ὑπομονή χώρους, μποροῦν νά διαβαίνουν χώρους. ῾Ωστόσο, κατά τή διάβαση τῶν χώρων δέν παραιτούμαστε ἀπό ἐκεῖνο τό ἵστασθαι. Μᾶλλον διαβαίνουμε συνεχῶς χώρους μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἐν προκειμένῳ νά τούς ὑπομένουμε ἤδη ἱστάμενοι, διαμένοντας συνεχῶς πλησίον κοντινῶν καί ἀπόμακρων τόπων. ῞Οταν προχωρῶ πρός τήν ἔξοδο τῆς αἴθουσας τῶν διαλέξεων, εἶμαι ἤδη ἐκεῖ καί δέν θά μποροῦσα διόλου νά κατευθύνομαι πρός τά ἐκεῖ ἐάν δέν ἤμουν ἔτσι, ὥστε νά εἶμαι ἐκεῖ. Ποτέ δέν εἶμαι μόνον ἐδῶ ὡς αὐτό τό ἀποκομμένο ἀπό τό περιβάλλον σῶμα, ἀλλά εἶμαι ἐκεῖ, δηλαδή ὑφιστάμενος ἤδη μέ ὑπομονή τόν χῶρο καί μόνον ἔτσι μπορῶ νά τόν διαβῶ.

§15. ᾿Ακόμη καί ὅταν οἱ θνητοί «ἀποσύρονται στόν ἑαυτό τους», δέν παύουν νά ἀνήκουν στό τετραμερές. ῞Οταν -ὅπως συνήθως λέμε- ἀναλογιζόμαστε τόν ἑαυτό μας, ἐπανερχόμενοι στόν ἑαυτό μας ἐπιστρέφουμε ἀπό τά πράγματα, χωρίς ποτέ νά ἐγκαταλείπουμε τή διαμονή μας πλησίον τῶν πραγμάτων. ᾿Ακόμη καί ἡ ἀπώλεια τοῦ δεσμοῦ μέ τά πράγματα πού ἐμφανίζεται σέ καταθλιπτικές καταστάσεις, δέν θά ἦταν διόλου δυνατό νά συμβεῖ ἐάν καί αὐτή ἡ κατάσταση δέν παρέμενε αὐτό πού εἶναι ὡς ἀνθρώπινη κατάσταση, δηλαδή διαμονή πλησίον τῶν πραγμάτων. Μόνον ὅταν αὐτή ἡ διαμονή διέπει ἤδη τό ἀνθρώπινο εἶναι, μποροῦν τά πράγματα πλησίον τῶν ὁποίων εἴμαστε νά μήν μᾶς ὁμιλοῦν καί νά μήν μᾶς ἀφοροῦν πλέον καθόλου.

§16. ῾Ο δεσμός τοῦ ἀνθρώπου μέ τόπους καί μέσῳ τόπων μέ χώρους στηρίζεται στό κατοικεῖν του. ῾Η σχέση ἀνθρώπου καί χώρου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τό οὐσιωδῶς ἐννοούμενο κατοικεῖν.

§17. ῞Οταν στοχαζόμαστε μέ τόν τρόπο πού ἤδη ἐπιχειρήσαμε τή σχέση τόπου καί χώρου, ὅπως ἐπίσης καί τή σχέση μεταξύ ἀνθρώπου καί χώρου, τότε φωτίζεται ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων τά ὁποῖα εἶναι τόποι καί τά ὁποῖα ὀνομάζουμε κτίσματα.


§18. ῾Η γέφυρα εἶναι πράγμα τέτοιου εἴδους. ᾿Οργανώνοντας μιά θέση σέ χώρους ὁ τόπος ἀφήνει τή ἑνιαία σύμπτυξη γῆς καί οὐρανοῦ, θεοτήτων καί θνητῶν νά ἐγκατασταθεῖ στή συγκεκριμένη θέση. ῾Ο τόπος παραχωρεῖ τό τετραμερές κατά μία διπλή ἔννοια. ῾Ο τόπος ἀφήνει τό τετραμερές νά ἐμφανιστεῖ καί ὁ τόπος ὀργανώνει τό τετραμερές. ᾿Αμφότερα, δηλαδή ἡ παραχώρηση ὡς αὐτό πού ἀφήνει κάτι νά ἐμφανιστεῖ καί ἡ παραχώρηση ὡς ὀργάνωση ἀνήκουν σέ μιά ἀμοιβαία συνάφεια. ῾Ως διττή παραχώρηση ὁ τόπος παρέχει φύλαξη (Ηut) στό τετραμερές ἤ ὅπως λέει ἡ γερμανική λέξη: παρέχει Huis, Haus, δηλαδή οἰκία. Πράγματα τοῦ εἴδους τέτοιων τόπων στεγάζουν τή διαμονή τῶν ἀνθρώπων. Πράγματα τέτοιου εἴδους εἶναι στεγάσματα, ὄχι ὅμως κατ᾿ ἀνάγκην κατοικίες μέ τή στενότερη ἔννοια.

§19. ῾Η παραγωγή τέτοιων πραγμάτων εἶναι τό κτίζειν. ῾Η οὐσία του συνίσταται στό γεγονός ὅτι ἀνταποκρίνεται στό εἶδος αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Εἶναι τόποι οἱ ὁποῖοι διαθέτουν χώρους. Γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο τό κτίζειν, ἐπειδή ἀνεγείρει τόπους, εἶναι καθίδρυση καί συναρμογή χώρων. ᾿Επειδή τό κτίζειν παράγει τόπους, μέ τή συναρμογή τῶν χώρων τους παρεισφρύει κατ᾿ ἀνάγκην καί ὁ χῶρος ὡς spatium καί ὡς extensio στήν πραγμοειδή διάρθρωση τῶν κτισμάτων. ᾿Αλλά τό κτίζειν ποτέ δέν διαμορφώνει «τόν» χῶρο. Οὔτε ἄμεσα οὔτε ἔμμεσα. ᾿Εντούτοις τό κτίζειν, ἐπειδή παράγει πράγματα ὡς τόπους, βρίσκεται πλησιέστερα στήν οὐσία τῶν χώρων -καί στήν οὐσιώδη προέλευση «τοῦ» χώρου- ἀπό κάθε εἴδους γεωμετρία καί μαθηματικά. Τό κτίζειν ἀνεγείρει τόπους οἱ ὁποῖοι παραχωροῦν θέση στό τετραμερές. ᾿Από τήν ἑνιαία σύμπτυξη, στήν ὁποία συνανήκουν γῆ καί οὐρανός, οἱ θεότητες καί οἱ θνητοί, τό κτίζειν δέχεται τήν ἐντολή γιά τήν ἀνέγερση τόπων. ᾿Από τό τετραμερές παραλαμβάνει τό κτίζειν τά μέτρα γιά κάθε καταμέτρηση καί ἐκμέτρηση τῶν χώρων οἱ ὁποῖοι παραχωροῦνται ἑκάστοτε ἀπό τούς καθιδρυμένους τόπους. Τά κτίσματα διαφυλάσσουν τό τετραμερές. Εἶναι πράγματα τά ὁποῖα μέ τό δικό τους τρόπο φείδονται τοῦ τετραμεροῦς. ῾Η φειδωλή ἀντιμετώπιση τοῦ τετραμεροῦς, ἡ διάσωση τῆς γῆς, ἡ δεξίωση τοῦ οὐρανοῦ, ἡ προσδοκία τῶν θεοτήτων, ἡ καθοδήγηση τῶν θνητῶν, τοῦτο τό τετράπτυχο φείδεσθαι εἶναι ἡ ἁπλή οὐσία τοῦ κατοικεῖν. ῎Ετσι τά γνήσια κτίσματα ἀφήνουν τό ἀποτύπωμά τους στό κατοικεῖν ἄγοντάς το στήν οὐσία του καί στεγάζουν συγχρόνως τήν οὐσία αὐτή.

§20. Τό κτίζειν ὅπως τό χαρακτηρίσαμε εἶναι ἕνας προνομιακός τρόπος διά τοῦ ὁποίου ἀφήνεται κάτι νά κατοικεῖ. ᾿Εάν τό κτίζειν εἶναι τοῦτο πράγματι, τότε ἔχει ἤδη ἀνταποκριθεῖ στήν προσαγόρευση τοῦ τετραμεροῦς. Σέ αὐτήν τήν ἀνταπόκριση παραμένει θεμελιωμένος κάθε προγραμματισμός ὁ ὁποῖος μέ τή σειρά του διανοίγει γιά τίς κατασκευές σχεδιασμάτων τίς προσήκουσες περιοχές.

§21. Μόλις προσπαθήσουμε νά σκεφτοῦμε τήν οὐσία τοῦ ἀνεγείροντος κτίζειν ἐκκινώντας ἀπό τό ἐνέργημα διά τοῦ ὁποίου ἀφήνεται κάτι νά κατοικεῖ [aus dem Wohnenlassen], θά ἀντιληφθοῦμε σαφέστερα σέ τί συνίσταται ἐκεῖνο τό παράγειν τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τόν τρόπο ἐπιτέλεσης τοῦ κτίζειν. Συνήθως ἐκλαμβάνουμε τό παράγειν ὡς δραστηριότητα τῆς ὁποίας ἡ ἀνάπτυξη ἔχει ὡς ἐπακόλουθο ἕνα ἀποτέλεσμα, τό ὁλοκληρωμένο οἰκοδόμημα. Μποροῦμε νά παραστήσουμε ἔτσι τό παράγειν: συλλαμβάνουμε τότε κάτι τό ὀρθό κι ὡστόσο δέν προσεγγίζουμε ποτέ τήν οὐσία του ἡ ὁποία εἶναι ἕνα προσάγον παράγειν. Γιατί τό κτίζειν ἄγει τό τετραμερές πρός ἕνα πράγμα, τή γέφυρα, καί προσάγει τό πράγμα ὡς τόπο στά ἤδη παρόντα, τά ὁποῖα παραχωροῦνται μόνον τώρα διά μέσου αὐτοῦ τοῦ τόπου.

§22. Παράγω (hervorbringen) σημαίνει στά ἀρχαία ἑλληνικά τίκτω*. Στή ρίζα tec αὐτοῦ τοῦ ρήματος συγκαταλέγονται ἡ λέξη τέχνη* καί ἡ γερμανική λέξη Technik. Γιά τούς ῞Ελληνες ἡ λέξη τέχνη* δέν σημαίνει οὔτε δημιουργία καλλιτεχνημάτων οὔτε ἐπιτέλεση χειρωνακτικοῦ ἔργου, ἀλλά δραστηριότητα ἡ ὁποία ἀφήνει κάτι νά ἐμφανισθεῖ ὡς τοῦτο ἤ ἐκεῖνο, ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, μεταξύ τῶν παρόντων. Οἱ ῞Ελληνες νοοῦν τήν τέχνην*, τό παράγειν, ἔχοντας ὡς ἀφετηρία τό ἐνέργημα διά τοῦ ὁποίου ἀφήνεται κάτι νά ἐμφανισθεῖ [vom Erscheinenlassen her]. ῾Η τέχνη*, ἡ ὁποία πρέπει νά νοεῖται κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, κρύβεται ἀπό παλαιά στό τεκτονικό στοιχεῖο τῆς ἀρχιτεκτονικῆς. ᾿Εξακολουθεῖ ἀκόμη καί τώρα νά κρύβεται καί μάλιστα πιό ἀποφασιστικά στό τεχνικό στοιχεῖο τῆς μηχανικῆς τεχνικῆς. ᾿Αλλά ἡ οὐσία τοῦ κτίζοντος παράγειν δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἐπαρκῶς οὔτε μέ βάση τήν οἰκοδομική τέχνη οὔτε μέ βάση τή μηχανουργία οὔτε μέ βάση τήν ἁπλή σύζευξη ἀμφοτέρων. Τό κτίζον παράγειν δέν θά προσδιοριζόταν μέ τόν προσήκοντα τρόπο ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού θά θέλαμε νά τό νοήσουμε σύμφωνα μέ τήν ἔννοια τῆς πρωταρχικά ἑλληνικῆς τέχνης* μόνον ὡς ἐνέργημα διά τοῦ ὁποίου ἀφήνεται κάτι νά ἐμφανισθεῖ καί τό ὁποῖο προσκομίζει ἕνα παραχθέν ὡς παρ-όν στά ἤδη παρ-όντα.

§23. Κτίζω σημαίνει κατ᾿ οὐσίαν ἀφήνω κάτι νά κατοικεῖ. ῾Η οὐσιώδης ἐπιτέλεση τοῦ κτίζειν εἶναι ἡ ἀνέγερση τόπων διά τῆς συναρμόσεως τῶν χώρων τους. Μόνον ὅταν δυνάμεθα νά κατοικοῦμε, τότε μποροῦμε νά κτίζουμε. ῎Ας ἀναλογιστοῦμε γιά λίγο μιάν ἀγροικία στόν Μέλανα Δρυμό τήν ὁποία πρίν δύο αἰῶνες ἀκόμη συνέχιζε νά κτίζει τό κατοικεῖν τῶν χωρικῶν. ᾿Εδῶ ἡ ἐπιμονή τῆς δυνάμεως ἡ ὁποία ἀφήνει γῆ καί οὐρανό, τίς θεότητες καί τούς θνητούς νά εἰσέρχονται στά πράγματα ὑπό τήν μορφή ἑνιαίας συμπτύξεως διαρρύθμισε τήν οἰκία. Τοποθέτησε τήν ἀγροικία στήν ἀπάνεμη βουνοπλαγιά πρός τήν μεσημβρία ἀνάμεσα στά λιβάδια κοντά στήν πηγή. Τῆς ἔδωσε τήν προεξέχουσα ξύλινη στέγη ἡ ὁποία μέ κατάλληλη κλίση συγκρατεῖ τά φορτία τοῦ χιονιοῦ καί, φθάνοντας κάτω χαμηλά, προστατεύει τίς κάμαρες ἀπό τίς θύελλες τῶν μακρῶν χειμερινῶν νυκτῶν. Δέν λησμόνησε τό εἰκονοστάσι πίσω ἀπό τό κοινό τραπέζι, παραχώρησε στίς κάμαρες τούς ἱερούς χώρους γιά τό παιδικό κρεβάτι καί τό «δέντρο τῶν νεκρῶν» (Totenbaum), ὅπως ἀποκαλεῖται ἐκεῖ τό νεκροκρέβατο, καί μέ τόν τρόπο αὐτό προδιέγραψε γιά τίς διαφορετικές γενιές πού ζοῦν κάτω ἀπό μία στέγη τόν χαρακτήρα τῆς πορείας τους μέσα στό χρόνο. Μιά χειρωνακτική ἐργασία, ἡ ὁποία καθ᾿ ἑαυτήν ἐκπήγασε ἀπό τό κατοικεῖν καί ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ νά χρησιμοποιεῖ τά ἐργαλεῖα της καί τά ἰκριώματά της ὡς πράγματα, οἰκοδόμησε τήν ἀγροικία.

§24. Μόνον ὅταν δυνάμεθα νά κατοικοῦμε, τότε μποροῦμε νά κτίζουμε. ῾Η ἀναφορά στήν ἀγροικία τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ ἐπ᾿ οὐδενί δέν σημαίνει ὅτι θά ὀφείλαμε καί θά μπορούσαμε νά ἐπιστρέψουμε στήν οἰκοδόμηση τέτοιων ἀγροικιῶν, ἀλλά αἰσθητοποιεῖ μέ τή συνδρομή ἑνός ὑπάρξαντος [gewesenen] κατοικεῖν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τοῦτο ἐδύνατο νά κτίζει.

No comments: